άρμενα: Difference between revisions
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (AM [[ἄρμενα]])<br /><b>ναυτ.</b> τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το [[ταξίδι]] ιστιοφόρου (παροιμ., «[[χωρίς]] [[άρμενα]] και [[κουπιά]], άι-Νικόλα βόηθα» — <b>πρβλ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα πανιά του ιστιοφόρου<br /><b>2.</b> τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με [[κουπιά]] και με πανιά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικά εργαλεία<br /><b>2.</b> εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους<br /><b>3.</b> [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=τα (AM [[ἄρμενα]])<br /><b>ναυτ.</b> τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το [[ταξίδι]] ιστιοφόρου (παροιμ., «[[χωρίς]] [[άρμενα]] και [[κουπιά]], άι-Νικόλα βόηθα» — <b>πρβλ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα πανιά του ιστιοφόρου<br /><b>2.</b> τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με [[κουπιά]] και με πανιά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικά εργαλεία<br /><b>2.</b> εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους<br /><b>3.</b> [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πληθ. ουδ. της μτχ. [[άρμενος]], του [[αραρίσκω]] (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>αρ</i>-), με [[χρήση]] ουσιαστικού. Η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>άρμενον</i>, -<i>α</i> ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν [[είναι]] αποδεκτή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
τα (AM ἄρμενα)
ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι-Νικόλα βόηθα» — πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)
μσν.- νεοελλ.
1. τα πανιά του ιστιοφόρου
2. τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με κουπιά και με πανιά»)
αρχ.
1. χειρουργικά εργαλεία
2. εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους
3. τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πληθ. ουδ. της μτχ. άρμενος, του αραρίσκω (< ρ. αρ-), με χρήση ουσιαστικού. Η άποψη ότι οι τ. άρμενον, -α ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν είναι αποδεκτή].