άκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκροτος]], -ον)<br />αυτός που δεν παράγει κρότο, [[αθόρυβος]], [[ακράτητος]]<br /><b>άρχ.</b> αυτός που δεν χειροκροτήθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ακροτία</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκροτος]], -ον)<br />αυτός που δεν παράγει κρότο, [[αθόρυβος]], [[ακράτητος]]<br /><b>άρχ.</b> αυτός που δεν χειροκροτήθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ακροτία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκροτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει κρότο, αθόρυβος, ακράτητος
άρχ. αυτός που δεν χειροκροτήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κρότος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτία].