άφατος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(7)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφατος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να περιγραφεί, [[απερίγραπτος]], [[ανέκφραστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δίχως]] όνομα, [[ανώνυμος]], [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φᾰτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φᾰ</i> εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] του [[φημί]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφατος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να περιγραφεί, [[απερίγραπτος]], [[ανέκφραστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δίχως]] όνομα, [[ανώνυμος]], [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φᾰτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φᾰ</i> εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] του [[φημί]].
}}
}}

Revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφατος, -ον)
αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος
αρχ.
ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί.