ανέκφραστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέκφραστος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος
2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος.