άκλιτος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλιτος]], -ον)<br />(στη [[γραμματική]]) αυτός που δεν κλίνεται<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πείσμων]], ο [[δύσκαμπτος]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]] (<b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[κλίση]]<br /><b>2.</b> ο [[σταθερός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλιτος]], -ον)<br />(στη [[γραμματική]]) αυτός που δεν κλίνεται<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πείσμων]], ο [[δύσκαμπτος]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]] (<b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[κλίση]]<br /><b>2.</b> ο [[σταθερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κλίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακλισία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλιτος, -ον)
(στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται
μσν.
ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση
2. ο σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κλίνω.
ΠΑΡ. ακλισία].