ακλισία

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκλισία) ἄκλιτος
έλλειψη κλίσης, απόκλισης προς το ένα ή προς το άλλο μέρος.