ἄκλιτος
English (LSJ)
ἄκλιτον, Gramm.,
A indeclinable, D.T.641.23, A.D.Synt.30.10; Ael. Dion. wrote περὶ ἀκλίτων ῥημάτων. Adv. ἀκλίτως, ἔχειν Eust. 162.32.
2 Math., = ἀκλινής, Procl.in Euc.p.290F.
3 stable, Iamb.Myst.1.15.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se inclina a un lado u otro de la perpendicular, Procl.in Euc.290.19
•inmutable, inquebrantable τάξις Procl.Phil.Chal.1, fig. ἀκλίτους ... τοὺς καθαροὺς νόας Iambl.Myst.1.15.
2 gram. indeclinable D.T.641.22
•subst. τὸ ἄκλιτον = cualidad de indeclinable A.D.Synt.30.10.
II adv. ἀκλίτως = de manera indeclinable ἔχειν Eust.162.32.
German (Pape)
[Seite 74] 1) unbeweglich, unerbittlich, v.l. Theocr. 27, 16, für ἄλλυτον λίνον. – 2) indeclinabel, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλῐτος: грам. несклоняемый (ῥήματα).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλῐτος: -ον, ὁ, μὴ κλινόμενος, Γραμμ.· ὁ Αἴλ. Διον. ἔγραψε περὶ ἀκλίτων ῥημάτων. ― Ἐπίρρ. ἀκλίτως ἔχειν, Εὐστ. 162. 32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλιτος, -ον)
(στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται
μσν.
ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση
2. ο σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλίνω.
ΠΑΡ. ακλισία].
Translations
Bulgarian: несклоняем; Catalan: indeclinable; Chinese Mandarin: 不变格的; Czech: nesklonný; Danish: ubøjelig; Dutch: onverbuigbaar; Finnish: taipumaton; French: indéclinable; German: undeklinierbar, indeklinabel; Greek: άκλιτος; Ancient Greek: ἄκλιτος; Hungarian: ragozhatatlan; Icelandic: óbeygjanlegur; Latin: indeclinabilis; Norman: îndêclyinnabl'ye; Polish: nieodmienny; Portuguese: invariável, indeclinável; Russian: несклоняемый