ήπατος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(16) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἥπατος]], ό (Α)<br />[[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἥπατος]], ό (Α)<br />[[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το [[ήπαρ]]<br />έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] αιγυπτιακής προέλευσης]. | ||
}} | }} |