ίονθος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴονθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίζα]] [[τρίχας]], νέα [[τρίχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ πρώτη [[ἔκφυσις]] τῶν τριχῶν»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ | |mltxt=[[ἴονθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίζα]] [[τρίχας]], νέα [[τρίχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ πρώτη [[ἔκφυσις]] τῶν τριχῶν»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη [[οἴδησις]]» — [[εξάνθημα]] στο [[πρόσωπο]], το οποίο συνοδεύει την πρώτη [[εμφάνιση]] γενιού («ἐξανθήματα... μικρὰ οἶον ἴονθοι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wendh</i>- «[[τρίχα]], [[μαλλί]]» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. <i>find</i> «[[κόμη]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>wintbr</i><i>ā</i><i>va</i> «[[κόμη]]», το αρχ. πρωσ. <i>wanso</i> «[[πρώτα]] γένια» κ.ά. Ο αρχ. ελλ. τ. προήλθε από αναδιπλασιασμένο <i>Fı</i>-<i>Foνθoς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιονθάς]], [[ιονθώδης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἴονθος, ὁ (Α)
1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν»
3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» — εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού («ἐξανθήματα... μικρὰ οἶον ἴονθοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wendh- «τρίχα, μαλλί» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. find «κόμη», το αρχ. άνω γερμ. wintbrāva «κόμη», το αρχ. πρωσ. wanso «πρώτα γένια» κ.ά. Ο αρχ. ελλ. τ. προήλθε από αναδιπλασιασμένο Fı-Foνθoς.
ΠΑΡ. αρχ. ιονθάς, ιονθώδης].