ίλλω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴλλω]] (Α)<br />[[συστρέφω]], [[στριφογυρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[είλω]]].
|mltxt=[[ἴλλω]] (Α)<br />[[συστρέφω]], [[στριφογυρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[είλω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἴλλω (Α)
συστρέφω, στριφογυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. είλω].