άρεσκος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρεσκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[δουλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄρεσκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[δουλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρέσκω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρέσκεια]], [[αρεσκόντως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρεσκεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτάρεσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπάρεσκος]], <i>ευάρεσκος</i>, [[οχλοάρεσκος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄρεσκος, ο, η (AM)
1. ευχάριστος στους τρόπους
2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρέσκω.
ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως
αρχ.
αρεσκεύομαι.
ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος
αρχ.
ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος].