αγλαόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόθρονος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπερό θρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]].
|mltxt=[[ἀγλαόθρονος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπερό θρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + θρόνος.