αγκωνάρι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[γωνία]] οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει<br /><b>2.</b> [[ογκώδης]] [[λίθος]], πελεκημένος σε [[σχήμα]] παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[ογκώδης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγκωνή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκωναρένιος]], [[αγκωναριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγκωναροδεσιά]]].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[γωνία]] οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει<br /><b>2.</b> [[ογκώδης]] [[λίθος]], πελεκημένος σε [[σχήμα]] παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[ογκώδης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγκωνή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκωναρένιος]], [[αγκωναριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγκωναροδεσιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει
2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων
3. κάθε ογκώδης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνή.
ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά.
ΣΥΝΘ. αγκωναροδεσιά].