αγχέμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγχέμαχος]], -ον)<br />(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του [[συστάδην]] ([[σώμα]] [[προς]] [[σώμα]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μάχεται εκ του [[πλησίον]], από [[κοντά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀγχεσίμαχος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγχέμαχος]], -ον)<br />(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του [[συστάδην]] ([[σώμα]] [[προς]] [[σώμα]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μάχεται εκ του [[πλησίον]], από [[κοντά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀγχεσίμαχος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:22, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγχέμαχος, -ον)
(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του συστάδην (σώμα προς σώμα)
αρχ.
αυτός που μάχεται εκ του πλησίον, από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μάχη.
ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος].