αγχέμαχος

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγχέμαχος, -ον)
(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του συστάδην (σώμα προς σώμα)
αρχ.
αυτός που μάχεται εκ του πλησίον, από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μάχη.
ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος].