αγχιβαθής: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγχιβαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> λέγεται για τη [[θάλασσα]] που [[είναι]] [[βαθιά]] [[μέχρι]] και την [[ακτή]]<br /><b>2.</b> [[βαθύς]], [[ψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάθος]].
|mltxt=[[ἀγχιβαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> λέγεται για τη [[θάλασσα]] που [[είναι]] [[βαθιά]] [[μέχρι]] και την [[ακτή]]<br /><b>2.</b> [[βαθύς]], [[ψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάθος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγχιβαθής, -ές (Α)
1. λέγεται για τη θάλασσα που είναι βαθιά μέχρι και την ακτή
2. βαθύς, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + βάθος.