αγχιβαθής

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

ἀγχιβαθής, -ές (Α)
1. λέγεται για τη θάλασσα που είναι βαθιά μέχρι και την ακτή
2. βαθύς, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + βάθος.