αγναντερός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να επισκοπεί τον χώρο<br /><b>2.</b> ο [[ορατός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[αγνάντια]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ερός</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να επισκοπεί τον χώρο<br /><b>2.</b> ο [[ορατός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[αγνάντια]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ερός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο
2. ο ορατός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. -ερός].