αγναντερός

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο
2. ο ορατός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. -ερός].