αίσχιστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α αἴσχιστος)<br />[[υπερθετικός]] του [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α αἴσχιστος)<br />[[υπερθετικός]] του [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[αἶσχος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αἴσχιστος)
υπερθετικός του αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. αἶσχος.