αγροβότης: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βότης]] <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]].
|mltxt=ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βότης]] <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)
αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + βότης < βόσκω.