αεργός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀεργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εργάζεται λόγω της οκνηρίας του, που αποφεύγει την [[εργασία]], [[οκνηρός]], [[φυγόπονος]], [[τεμπέλης]]<br /><b>2.</b> που δεν ασχολείται με [[τίποτα]], που δεν κάνει [[τίποτα]]<br /><b>3.</b> αυτός που εξασθενίζει, που εξουθενώνει, [[εξασθενητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]. Από το <i>ἀεργὸς</i> με [[συναίρεση]] προήλθε το [[ἀργός]], με αναβιβασμό δε του τόνου το <i>ἄεργος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀεργία]], [[ἀργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άεργος]]].
|mltxt=[[ἀεργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εργάζεται λόγω της οκνηρίας του, που αποφεύγει την [[εργασία]], [[οκνηρός]], [[φυγόπονος]], [[τεμπέλης]]<br /><b>2.</b> που δεν ασχολείται με [[τίποτα]], που δεν κάνει [[τίποτα]]<br /><b>3.</b> αυτός που εξασθενίζει, που εξουθενώνει, [[εξασθενητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]. Από το <i>ἀεργὸς</i> με [[συναίρεση]] προήλθε το [[ἀργός]], με αναβιβασμό δε του τόνου το <i>ἄεργος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀεργία]], [[ἀργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άεργος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀεργός, -όν (Α)
1. αυτός που δεν εργάζεται λόγω της οκνηρίας του, που αποφεύγει την εργασία, οκνηρός, φυγόπονος, τεμπέλης
2. που δεν ασχολείται με τίποτα, που δεν κάνει τίποτα
3. αυτός που εξασθενίζει, που εξουθενώνει, εξασθενητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -εργος < ἔργον. Από το ἀεργὸς με συναίρεση προήλθε το ἀργός, με αναβιβασμό δε του τόνου το ἄεργος.
ΠΑΡ. ἀεργία, ἀργός
νεοελλ.
άεργος].