αεργός

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

ἀεργός, -όν (Α)
1. αυτός που δεν εργάζεται λόγω της οκνηρίας του, που αποφεύγει την εργασία, οκνηρός, φυγόπονος, τεμπέλης
2. που δεν ασχολείται με τίποτα, που δεν κάνει τίποτα
3. αυτός που εξασθενίζει, που εξουθενώνει, εξασθενητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -εργος < ἔργον. Από το ἀεργὸς με συναίρεση προήλθε το ἀργός, με αναβιβασμό δε του τόνου το ἄεργος.
ΠΑΡ. ἀεργία, ἀργός
νεοελλ.
άεργος].