αειδίνητος: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και -ος, -ο (AM [[ἀειδίνητος]], -ον)<br />αυτός που περιστρέφεται διαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο και -ος, -ο (AM [[ἀειδίνητος]], -ον)<br />αυτός που περιστρέφεται διαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεὶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο και -ος, -ο (AM ἀειδίνητος, -ον)
αυτός που περιστρέφεται διαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + δινητός < δινῶ].