αιματουργός: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἱματουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που προκαλεί [[αιματοχυσία]], ο [[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[αἱματουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που προκαλεί [[αιματοχυσία]], ο [[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἱματουργός, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.