αιλουροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές <b>Ζωολ.</b><br /><b>1.</b> ο όμοιος με αίλουρο ως [[προς]] κάποιο χαρακτηριστικό ή [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην ομώνυμη [[οικογένεια]] θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αίλουρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]], πρβλ. αγγλ. <i>aeluvoid</i>].
|mltxt=-ές <b>Ζωολ.</b><br /><b>1.</b> ο όμοιος με αίλουρο ως [[προς]] κάποιο χαρακτηριστικό ή [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην ομώνυμη [[οικογένεια]] θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αίλουρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]], πρβλ. αγγλ. <i>aeluvoid</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές Ζωολ.
1. ο όμοιος με αίλουρο ως προς κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα
2. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αίλουρος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. aeluvoid].