ακανθόλυση: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />[[απώλεια]] της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acanthotysis</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> [[άκανθα]] <span style="color: red;">+</span> [[λύσις]] (-<i>η</i>)].
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />[[απώλεια]] της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acanthotysis</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> [[άκανθα]] <span style="color: red;">+</span> [[λύσις]] (-<i>η</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

η Ιατρ.
απώλεια της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + λύσις (-η)].