ακαιρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ἀκαιρολόγος]], -ον)<br />αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο [[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαιρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαιρολογία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακαιρολογώ]]].
|mltxt=ο, η (Α [[ἀκαιρολόγος]], -ον)<br />αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο [[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαιρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαιρολογία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακαιρολογώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκαιρολόγος, -ον)
αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκαιρος + -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. ακαιρολογία
μσν.- νεοελλ.
ακαιρολογώ].