ακομπανιάρω: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συνοδεύω]] με μουσικό όργανο [[άλλο]] όργανο ή κάποιον που τραγουδά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>accompagnare</i> «[[συνοδεύω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακομπανιάριστος]], [[ακομπανιάρισμα]]].
|mltxt=[[συνοδεύω]] με μουσικό όργανο [[άλλο]] όργανο ή κάποιον που τραγουδά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>accompagnare</i> «[[συνοδεύω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακομπανιάριστος]], [[ακομπανιάρισμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω».
ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα].