ακινητικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μείωση]] ή την [[αναστολή]] της κινητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητικός]], πρβλ. αγγλ. <i>acinetic</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μείωση]] ή την [[αναστολή]] της κινητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητικός]], πρβλ. αγγλ. <i>acinetic</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή της κινητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < α- + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic].