ακουβάριαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε [[κουβάρι]]<br />«ακουβάριαστο [[μαλλί]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κουβαριαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κουβαριάζω]]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε [[κουβάρι]]<br />«ακουβάριαστο [[μαλλί]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κουβαριαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κουβαριάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι
«ακουβάριαστο μαλλί».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω].