ακροδάκτυλο: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[ἀκροδάκτυλον]]) (Ν και -[[δάχτυλο]])<br />η [[άκρη]] του δαχτύλου<br /><b>μσν.</b><br />το μεγάλο [[δάχτυλο]] του χεριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Μ [[ἀκροδάκτυλον]]) (Ν και -[[δάχτυλο]])<br />η [[άκρη]] του δαχτύλου<br /><b>μσν.</b><br />το μεγάλο [[δάχτυλο]] του χεριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]]<br />το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροδαχτυλάκι]], [[ακροδαχτυλιά]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Μ ἀκροδάκτυλον) (Ν και -δάχτυλο)
η άκρη του δαχτύλου
μσν.
το μεγάλο δάχτυλο του χεριού
νεοελλ.
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + δάκτυλος
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδαχτυλάκι, ακροδαχτυλιά].