νεῖκος

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεῖκος Medium diacritics: νεῖκος Low diacritics: νείκος Capitals: ΝΕΙΚΟΣ
Transliteration A: neîkos Transliteration B: neikos Transliteration C: neikos Beta Code: nei=kos

English (LSJ)

εος, τό,
A quarrel, strife, feud, ν… ὄρωρεν Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι Il. 24.107; ν. πρός τινα Hdt.8.87; νεῖκος κρεσσόνων ἀποθέσθαι Pi.O.10(11).39, cf. N.6.51; τὸ νεῖκος εὖ θέσθαι S.OT633; τὸ νεῖκος ἐγκαλῶν = imputing the blame of the quarrel, ib.702; νεῖκος θέσθαι Call.Iamb.1.202.
2 strife of words, railing, abuse, νεῖκος ἄριστε Il.23.483; νείκει ὀνειδίζων 7.95; ἐς νείκεα ἀπικέσθαι Hdt.9.55.
3 strife at law, dispute before a judge, κρίνων ν. πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν Od.12.440, cf. Il.18.497; challenge to authority, Hdt.3.62.
4 also in Hom. not seldom for battle, fight, ν. ὁμοίιον Il.4.444, al.; ν. πολέμοιο 13.271; ν. ὁμοιίου πολέμοιο Od.18.264; ἔριδος μέγα ν. Il.17.384; ν. φυλόπιδος 20.140; πόλεμος καὶ ν. 12.361; ἔριδες καὶ νείκεα 2.376; πόνος καὶ νεῖκος 12.348; νείκεα καὶ δῆριν Hes.Op.33; πόλεμος καὶ ν. Ar.V.867 (anap.), cf. X. Cyn.1.17; νείκεα νεικεῖν Il.20.251; of hostilities between whole nations, νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους Hdt.7.158, cf. 225.
5 in the philosophy of Emp., the separative principle in the κόσμος, opp. φιλότης, 17.8, al., cf. Pl.Sph.243a, Arist.Metaph.985a24, etc. (Mostly poet., found in Hdt. and OGI335.119 (Pergam., ii B.C.).)
II v. νῖκος.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. discorde :
1 querelle, dispute, altercation ; particul. contestation judiciaire;
2 lutte, combat;
II. sujet de querelle, cause de discorde.
Étymologie: R. Νεκ, emporter, > ἐνεγκεῖν, litt. lutte pour l'emporter ; cf. νίκη.

German (Pape)

τό (mit νίκη zusammenhangend ?), Zank, Streit; mit Worten, Wortwechsel, auch Schimpfen beim Streit, Vorwurf, αἶαν νείκει ἄριστε, Il. 23.483, νείκει ὀνειδίζων, 7.95, 20.251 und öfter, Od. 8.75; Streit vor Gericht, Il. 18.497, κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων, Od. 12.440; – Kampf, Gefecht; ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ, Il. 4.444, Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη, 11.671, νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος, 20.140; Hom. verbindet ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται, Il. 21.513, πόλεμος καὶ νεῖκος ὄρωρεν, 12.348 und öfter, ὁππότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13.271, ἔριδος μέγα νεῖκος, 17.384, ἔκριναν μέγα νεῖκος ὁμοιΐου πολέμοιο, Od. 18.264, wie Pind. ἔσχον νεῖκος πολέμοιο, I. 6.36; νεῖκος κρεσσόνων ἀποθέσθαι, Ol. 11.41; βαρύσφι νεῖκος ἔμπαξε, N. 6.52, öfter; auch bei Aesch. oft, λυτὴρ νεικέων, Spt. 923, vgl. Suppl. 913, μηδὲ πόλει νεῖκος γένηται, 353; ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων, Soph. Ant. 111, öfter; λύω νεῖκος πατρί, Eur. Hipp. 1442; ἔχειν νεῖκος πρὸς ἄνδρα, Heracl. 982, öfter. Bei Her., der auch den plur. braucht, nicht selten von dem Streit zweier Völker, νεῖκος. πρὸς τοὺς Καρχηδονίους, 7.158, 8.87, wie Xen. Cyn. 1.17, εἰ πρὸς τοὺς βαρβάρους τῇ Ἑλλάδι νεῖκοςπόλεμος; – διὰ νεῖκός τι, Plat. Soph. 243a; einzeln bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

νεῖκος: εος τό
1 спор, ссора, брань: νείκει ὀνειδίζειν Hom. осыпать оскорблениями, браниться; ἐς νείκεα ἀπικέσθαι Her. поссориться;
2 ненависть, вражда (πρὸς Καρχηδονίους Her.): κρατεῖν ἐν μέρει τὴν φιλίαν καὶ τὸ ν. Arst. (Эмпедокл утверждает), что любовь и ненависть попеременно управляют (миром);
3 битва, бой, схватка (ν. πολέμοιο Pind.; ἔριδος μέγα ν. Hom.);
4 причина ссоры (τὸ ν. λέγειν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεῖκος: τό, ἔρις, φιλονεικία, λογομαχία, λοιδορία, Ὅμ., Πινδ., Ἡρόδ., κλ., (πρβλ. νεικέω, ἐν τέλ.)· νεῖκος... ὄρωρεν Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι Ἰλ. Ω. 107· οὐδὲν ἐς ν. φέρον Ἡρόδ. 6. 42· τὸ ν. εὖ θέσθαι Σοφ. Ο. Τ. 633. 2) ἀγὼν λόγων, λοχομαχία, λοιδορία, ὕβρις, ὀνειδισμός, νείκει ἄριστε Ἰλ. Ν. 483· νείκει ὀνειδίζειν Η. 95· ἐς νείκεα ἀπικέσθαι Ἡρόδ. 9. 55. 3) ἀγὼν δικαστικός, φιλονεικία ἐν δικαστηρίῳ, ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν Ὀδ. Μ. 440, πρβλ. Ἰλ. Σ. 497. 4) παρ’ Ὁμ. οὐχὶ σπανίως, μάχη, συμπλοκή, νεῖκος ὁμοίιον Ἰλ. Δ. 444, κτλ.· νεῖκος πολέμοιο Ν. 271· ν. ὁμοιίου πολέμοιο Ὀδ. Σ. 264· ἔριδος μέγα ν. Ἰλ. Ρ. 384· ν. φυλόπιδος Υ. 140· πόλεμος καὶ ν. Μ. 361· ἔριδες καὶ νείκεα Β. 376· πόνος καὶ ν. Μ. 348. κτλ.· νείκεα νεικεῖν Υ. 252· ― παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ ἐρίδων ἢ διαφορῶν μεταξὺ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους 4. 158, πρβλ. 6. 42., 8. 87· ν. κρεισσόνων, πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους, Πινδ. Ο. 10 (11). 47. 5) κατὰ τὴν φιλοσοφίαν τοῦ Ἐμπεδοκλέους, νεῖκος καὶ φιλία, ἦσαν αἱ δημιουργικαὶ δυνάμεις τοῦ κόσμου, Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 15, περὶ Ψυχ. 1. 2, 10, κ. ἀλλ., ἴδε Grote Plat. 2. σελ. 40. ΙΙ. αἰτία ἔριδος, Σοφ. Ο. Τ. 702, ἐν ᾧ ὁ Ὅμ. διακρίνει μεταξὺ νείκους καὶ τῆς αἰτίας τῆς ἔριδος (ἔρισμα), Ἰλ. Δ. 37.

English (Autenrieth)

εος: contention, strife, quarrel, especially in words; dispute, dissension, often pl.; at law, Il. 18.497, Od. 12.440; also of war and battle, πολέμοιο, φῦλόπιδος, ἔριδος, Il. 13.271, Ρ 3, Il. 20.140; reproof, taunt, Il. 9.448, Il. 7.95.

English (Slater)

νεῖκος (-ος, -εος, -ει, -ος; -έων.) strife, antagonism νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον (O. 10.39) ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (N. 8.25) προμάχων ἂν ὅμιλον, ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος ἐσχάταις ἐλπίσιν (I. 7.36) πρόφασιν βληχροῦ γενέσθαι νείκεος fr. 245. pl. “μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” (I. 8.42) in neutral sense, contest, “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” (P. 9.31) met. βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων a heavy antagonist (N. 6.50)

Greek Monolingual

νεῖκος, τὸ (Α)
1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῖκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων αἰζηῶν», Ομ. Οδ.)
4. διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ εθνών, πόλεμος
5. η προσφυγή στην εξουσία
β. μάχη, συμπλοκή, αγώνας
7. η αιτία της έριδας
8. (στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλέους) η μία από τις δύο δημιουργούς δυνάμεις του κόσμου (νεῖκος
φιλότης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα nēik-, «επιπίπτω εξορμώ», οπότε συνδέεται με ΙΕ τ., όπως λιθουαν. ap-nikti, su-nikti «επιπίπτω», και λεττον. nikns «βίαιος». Απίθανη η συγγένειά του με το νίκη.

Greek Monotonic

νεῖκος: τό,
I. 1. φιλονικία, καυγάς, έριδα, λογομαχία, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. λογομαχία, ύβρη, λοιδορία, ονειδισμός, κακολογία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
3. λογομαχία, φιλονικία κατά τη δίκη, «δικαστικός αγώνας λόγων» (ανταλλαγή επιχειρημάτων ενώπιον ενός δικαστή), σε Ομήρ. Οδ.
4. μάχη, συμπλοκή, σε Όμηρ.· νεῖκος φυλόπιδος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για διχόνοιες ανάμεσα σε ολόκληρα έθνη· νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους, σε Ηρόδ.
II. η αιτία της έριδας, το ζήτημα που προκαλεί τη φιλονικία, σε Σοφ.
III. κατά τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, το νεῖκος και η φιλία ήταν οι δημιουργικές δυνάμεις του κόσμου.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: quarrel, strife, feud (Il., Hdt.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 144 f.),
Compounds: As 2. member a.o. in πολυνεικής = much quarrelling, as PN Πολυνείκης (Il.).
Derivatives: νεικέω, ep. also νεικείω (< -εσι̯ω; Schwyzer 723f., Chantraine Gramm. hom. 1, 101, 166, 349), aor. νεικέσσαι, νεικέσαι = quarrel with words, blame, abuse (Il.) with νεικεστήρ who wrangles with (Hes. Op. 716; v.l. νεικητήρ; Fraenkel Nom. ag. 1, 108 w. n. 1, 229; on the meaning Benveniste Noms d'agent 39); νεικέσσιος πολέμιος H. (after ἱκέσιος a.o.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] *neik- attack, start vehemently
Etymology: No certain etymology. One compares since Bezzenberger-Fick BB 6, 238 a Baltic group, e.g. Lith. ap-, su-nìkli attack somebody, Latv. nikns bad, grim, vehement, nàiks vehement, angry. Further s. Fraenkel Wb. s. -nìkti, cf. also Vasmer s. -níknutь; older lit. in Bq, WP. 2, 321 (Pok. 761). -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 489 (cf. Risch Glotta 35, 69). -- Cf. νίκη.

Middle Liddell

νεῖκος,
I. a quarrel, wrangle, strife, Hom., Hdt., etc.
2. strife of words, railing, abuse, a taunt, reproach, Il., Hdt.
3. a strife at law, dispute before a judge, Od.
4. battle, fight, Hom.; ν. φυλόπιδος Od.; of dissensions between whole nations, νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους Hdt.
II. cause of strife, matter of quarrel, Soph.

Frisk Etymology German

νεῖκος: {neĩkos}
Grammar: n.
Meaning: Streit, Streitigkeit, Zank, Kampf (vorw. ep. poet. seit Il., Hdt.; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 144 f.),
Composita: als Hinterglied u.a. in πολυνεικής viel streitend, als PN Πολυνείκης (Il. u.a.).
Derivative: Davon νεικέω, ep. auch -είω (aus -εσι̯ω; Schwyzer 723f., Chantraine Gramm. hom. 1, 101, 166, 349), Ao r. νεικέσ(σ)αι mit Worten streiten, tadeln, schelten (ep. seit Il., auch Hdt. u. sp. Prosa) mit νεικεστήρ Zänker, Tadler (Hes. Op. 716; v.l. νεικητήρ; Fraenkel Nom. ag. 1, 108 m. A. 1, 229; zur Bed. Benveniste Noms d'agent 39); νεικέσσιος· πολέμιος H. (nach ἱκέσιος u.a.).
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Man vergleicht seit Bezzenberger-Fick BB 6, 238 eine baltische Wortgruppe, z.B. lit. ap-, su-nìkli über einen herfallen, einen anfallen, befallen, lett. nikns böse, grimmig, heftig, nàiks heftig, zornig. Näheres bei Fraenkel Wb. s. -nìkti, vgl. noch Vasmer s. -níknutь; ältere Lit. bei Bq, WP. 2, 321 (Pok. 761). — Abzulehnen Pisani Ist. Lomb. 73, 489 (vgl. Risch Glotta 35, 69). — Vgl. νίκη.
Page 2,297

English (Woodhouse)

dispute, quarrel, rivalry, strife

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἔρις, καυγάς). Ξένη ἡ προέλευσή του.
Παράγωγα: νεικέω -ῶ (=λογομαχῶ), νεικεστήρ (=φιλόνικος), πολυνεικής.