ακρέσπερος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρέσπερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[αρχή]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἀκρέσπερον]]<br />όταν πέφτει η [[νύχτα]], το [[απόβραδο]], το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἕσπερος]].
|mltxt=[[ἀκρέσπερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[αρχή]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἀκρέσπερον]]<br />όταν πέφτει η [[νύχτα]], το [[απόβραδο]], το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἕσπερος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρέσπερος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην αρχή της νύχτας
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρέσπερον
όταν πέφτει η νύχτα, το απόβραδο, το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ἕσπερος.