ακροβολιστής: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβολιστής]]) [[ἀκροβολίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] ([[πεζός]] ή [[ιππέας]]) που μετέχει σε ακροβολιστική [[διάταξη]]<br />η [[γραμμή]] τών ακροβολιστών λέγεται και [[αλυσίδα]] ακροβολιστών</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται, που βάλλει από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[έφιππος]] [[τοξότης]] ή [[ακοντιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἀκροβολιστής]]) [[ἀκροβολίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] ([[πεζός]] ή [[ιππέας]]) που μετέχει σε ακροβολιστική [[διάταξη]]<br />η [[γραμμή]] τών ακροβολιστών λέγεται και [[αλυσίδα]] ακροβολιστών</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται, που βάλλει από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[έφιππος]] [[τοξότης]] ή [[ακοντιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκροβολίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολιστικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροβολιστής) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
στρατιώτης (πεζός ή ιππέας) που μετέχει σε ακροβολιστική διάταξη
η γραμμή τών ακροβολιστών λέγεται και αλυσίδα ακροβολιστών
αρχ.
1. αυτός που μάχεται, που βάλλει από μακριά
2. έφιππος τοξότης ή ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροβολίζομαι.
ΠΑΡ. ακροβολιστικός].