αλίμενος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλίμενος]], -ον)<br />(για [[ακτή]] ή [[χώρα]]) που δεν έχει [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρέχει [[άσυλο]], [[καταφύγιο]], ο [[αφιλόξενος]] («ἀλίμενα ὄρη», «[[ἀλίμενος]] [[καρδία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιμήν]], -[[ένος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιμενία]], [[ἀλιμενότης]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλίμενος]], -ον)<br />(για [[ακτή]] ή [[χώρα]]) που δεν έχει [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρέχει [[άσυλο]], [[καταφύγιο]], ο [[αφιλόξενος]] («ἀλίμενα ὄρη», «[[ἀλίμενος]] [[καρδία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιμήν]], -[[ένος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιμενία]], [[ἀλιμενότης]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)
(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι
αρχ.
αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λιμήν, -ένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.