ἀλίμενος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A harbourless, A.Supp.768, E.Hel.1211, Th.4.8, etc.
2 metaph., shelterless, inhospitable, ὄρεα, ἄντλος, E.Hel. 1132, Hec.1025; ἀλίμενον αἰθέρος αὔλακα Ar.Av.1400; καρδία E.Cyc. 349.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que no tiene puerto χθών A.Supp.768, πέτραι E.Hel.1211, χωρίον Th.2.25, πόλις Pl.Lg.704b, cf. Plb.1.53.10, ἀλίμενα δ' ὅρια fronteras que no dan paso a ningún puerto E.Hel.1132
•subst. falta de puertos τὸ ἀλίμενον τῆς χώρας D.C.37.3.2.
2 fig. que no ofrece puerto o refugio, cruel, inhospitalario γάμος A.Fr.154a.3, καρδία E.Cyc.349, cf. Hec.1025, Ar.Au.1400, Aristid.Or.23.17.
German (Pape)
[Seite 96] hafenlos, χθών Aesch. Suppl. 749; αἰθέρος αὖλαξ Ar. Av. 1400; ἀκτή Eur. Alc. 599 u. sonst; καρδία Cycl. 349; oft in Prosa, Thuc. 4, 8; Plat. Legg. IV, 704 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans ports;
2 qui n'offre aucun refuge, inhospitalier.
Étymologie: ἀ, λιμήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίμενος: (ῐ)
1 лишенный пристаней, не имеющий гаваней (χθών Aesch.; ἀκτή Eur.; τὰ τῆς Πύλου, sc. χωρία Thuc.; θάλαττα Plat., Plut.);
2 не дающий пристанища, негостеприимный; немилосердный, суровый (ὄρεα, ἄντλος, καρδία Eur.; αἰθέρος αὖλαξ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίμενος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἔχων λιμένα, Λατ. Imporuosus, Αἰσχύλ. Ἱκ. 768, Εὐρ. Ἑλ. 1211, Θουκ. 4. 8, κτλ. 2) μεταφ., ὁ μὴ ἔχων σκέπην, ἄξενος, ὄρεα, ἄντλος, Εὐρ. Ἑλ. 1132, Ἑκ. 1025· ἀλίμενον ἀέρος αὔλακα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1400· καρδία, Εὐρ. Κύκλ. 349.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)
(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι
αρχ.
αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιμήν, -ένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.
Greek Monotonic
ἀλίμενος: [ῐ], -ον (λιμήν),
1. αυτός που δεν έχει λιμάνι, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεταφ., αυτός που δεν έχει καταφύγιο, αφιλόξενος, εχθρικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
λιμήν
1. without harbour, harbourless, Aesch., Thuc., etc.
2. metaph. without shelter, inhospitable, Eur.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
importuosus, without harbors, 2.25.4, 4.8.8, 4.27.1.
Translations
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig