ακατάληπτος: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταληπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαμβάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταληπτῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταληπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαμβάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταληπτῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τον κυριέψει
2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, άπιαστος
3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)
4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ακαταληψία
αρχ.
ἀκαταληπτῶ].