αλιτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρέφεται από τη [[θάλασσα]] ή που ζει στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[τρέφω]] ή ουσ. [[τρέφος]].
|mltxt=[[ἁλιτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρέφεται από τη [[θάλασσα]] ή που ζει στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[τρέφω]] ή ουσ. [[τρέφος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος.