αλωνιάρης: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αλωνιστής]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι αλωνιαραίοι</i> αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο [[αλώνισμα]], αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αλωνιστής]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι αλωνιαραίοι</i> αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο [[αλώνισμα]], αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλώνι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνιάρικος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο
1. αλωνιστής
2. στον πληθ. οι αλωνιαραίοι αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο αλώνισμα, αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάρικος].