αλφάδι: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[ἀλφάδιον]])<br />γενική [[ονομασία]] οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την [[οριζοντιότητα]] μιας επίπεδης επιφάνειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδι</i><br />η [[ονομασία]] του οργάνου οφείλεται στο [[σχήμα]] του.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλφαδάκι]], [[αλφαδιά]], [[αλφαδιάζω]]].
|mltxt=το (Μ [[ἀλφάδιον]])<br />γενική [[ονομασία]] οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την [[οριζοντιότητα]] μιας επίπεδης επιφάνειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδι</i><br />η [[ονομασία]] του οργάνου οφείλεται στο [[σχήμα]] του.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλφαδάκι]], [[αλφαδιά]], [[αλφαδιάζω]]].
}}
}}

Revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Μ ἀλφάδιον)
γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. -άδι
η ονομασία του οργάνου οφείλεται στο σχήμα του.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω].