αλφαδιάζω
From LSJ
Greek Monolingual
1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω
2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλφάδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφάδιασμα, αλφαδιαστής].