αμπάρι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[αποθήκη]] χτιστή ή ξύλινη σε [[σχήμα]] μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί, [[ιδίως]] [[σιτηρά]], και άλλα τρόφιμα στα σπίτια τών χωρικών<br /><b>2.</b> [[κύτος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ambar</i> <span style="color: red;"><</span> πιθ. ελλην. [[εμπόριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπαριάζω]], [[αμπαρτζής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αλευράμπαρο</i>, <i>σιταράμπαρο</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[αποθήκη]] χτιστή ή ξύλινη σε [[σχήμα]] μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί, [[ιδίως]] [[σιτηρά]], και άλλα τρόφιμα στα σπίτια τών χωρικών<br /><b>2.</b> [[κύτος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ambar</i> <span style="color: red;"><</span> πιθ. ελλην. [[εμπόριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπαριάζω]], [[αμπαρτζής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αλευράμπαρο</i>, <i>σιταράμπαρο</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
1. αποθήκη χτιστή ή ξύλινη σε σχήμα μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί, ιδίως σιτηρά, και άλλα τρόφιμα στα σπίτια τών χωρικών
2. κύτος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. ambar < πιθ. ελλην. εμπόριο.
ΠΑΡ. αμπαριάζω, αμπαρτζής.
ΣΥΝΘ. αλευράμπαρο, σιταράμπαρο].