αμοιβός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμοιβός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη [[θέση]] άλλου, που διαδέχεται κάποιον<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀμοιβοί</i><br />οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους<br /><b>3.</b> (<b>ως επιθ.</b>) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε [[ανταπόδοση]], σε [[ανταλλαγή]]<br />β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμείβω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αργυραμοιβός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλφιταμοιβός]], [[ἀνταμοιβός]], <i>ἀντειμοιβός</i>, [[ἐξημοιβός]], [[ἐπαμοιβός]], [[ἐπημοιβός]], <i>ἱεράμοιβος</i>, [[χρυσαμοιβός]].
|mltxt=[[ἀμοιβός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη [[θέση]] άλλου, που διαδέχεται κάποιον<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀμοιβοί</i><br />οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους<br /><b>3.</b> (<b>ως επιθ.</b>) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε [[ανταπόδοση]], σε [[ανταλλαγή]]<br />β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμείβω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αργυραμοιβός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλφιταμοιβός]], [[ἀνταμοιβός]], <i>ἀντειμοιβός</i>, [[ἐξημοιβός]], [[ἐπαμοιβός]], [[ἐπημοιβός]], <i>ἱεράμοιβος</i>, [[χρυσαμοιβός]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμοιβός, ο (Α)
1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί
οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους
3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή
β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον
4. φρ. «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμείβω.
ΣΥΝΘ. αργυραμοιβός
αρχ.
ἀλφιταμοιβός, ἀνταμοιβός, ἀντειμοιβός, ἐξημοιβός, ἐπαμοιβός, ἐπημοιβός, ἱεράμοιβος, χρυσαμοιβός.