αμφιθεατρικός: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[αμφιθέατρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αμφιθεάτρου, [[ημικυκλικός]] και [[κλιμακωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμφιθέατρο]]. Η λ. απαντά για πρώτη [[φορά]] στο [[λεξικό]] Σχινά και Λεβαδέως (1861)].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[αμφιθέατρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αμφιθεάτρου, [[ημικυκλικός]] και [[κλιμακωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμφιθέατρο]]. Η λ. απαντά για πρώτη [[φορά]] στο [[λεξικό]] Σχινά και Λεβαδέως (1861)].
}}
}}

Latest revision as of 23:36, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο
2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)].