αμφιθεατρικός

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο
2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)].