διαδοχικός: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadochikos | |Transliteration C=diadochikos | ||
|Beta Code=diadoxiko/s | |Beta Code=diadoxiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belonging to a philosophic school]], τὰ δ. [[endowments]], <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Alc.</span>p.141</span> C., Suid. s.v. [[Πλάτων]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 00:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A belonging to a philosophic school, τὰ δ. endowments, Olymp.in Alc.p.141 C., Suid. s.v. Πλάτων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 patrimonial de una escuela filosófica subst. τὰ διαδοχικά los bienes de escuela σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.in Alc.141, cf. Sud.π 1709.
2 adv. -ῶς sucesivamente, Disp.Phot.M.88.561A.
Greek Monolingual
ή, -ό (Α διαδοχικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάδοχο ή στη διαδοχή
2. (για πρόσωπα, πράγματα ή γεγονότα) αλλεπάλληλος, αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά διαδοχή
αρχ.
ως ουσ. αυτός που ανήκει σε κάποια φιλοσοφική σχολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].