διχάλα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dichala | |Transliteration C=dichala | ||
|Beta Code=dixa/la | |Beta Code=dixa/la | ||
|Definition=ἡ, Dor. for [[διχήλη]], the <span class="sense"> | |Definition=ἡ, Dor. for [[διχήλη]], the <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fork]] of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 00:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, Dor. for διχήλη, the A fork of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
dór. entrepierna σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν Gal.14.707.
Greek Monolingual
η και διχάλι, το (AM διχάλα)
νεοελλ.
1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη
2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο
3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο
4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο της ωμοπλάτης
αρχ.
η γωνία που σχηματίζουν τα πόδια.