διχάλα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dichala
|Transliteration C=dichala
|Beta Code=dixa/la
|Beta Code=dixa/la
|Definition=ἡ, Dor. for [[διχήλη]], the <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fork]] of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.</span>
|Definition=ἡ, Dor. for [[διχήλη]], the <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fork]] of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 00:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχάλα Medium diacritics: διχάλα Low diacritics: διχάλα Capitals: ΔΙΧΑΛΑ
Transliteration A: dichála Transliteration B: dichala Transliteration C: dichala Beta Code: dixa/la

English (LSJ)

ἡ, Dor. for διχήλη, the A fork of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dór. entrepierna σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν Gal.14.707.

Greek Monolingual

η και διχάλι, το (AM διχάλα)
νεοελλ.
1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη
2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο
3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο
4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο της ωμοπλάτης
αρχ.
η γωνία που σχηματίζουν τα πόδια.