εὐθηνιαρχικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efthiniarchikos | |Transliteration C=efthiniarchikos | ||
|Beta Code=eu)qhniarxiko/s | |Beta Code=eu)qhniarxiko/s | ||
|Definition=ή, όν<span class="sense"> | |Definition=ή, όν<span class="sense"><span class="bld">A</span>, στέφανος <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1252v</span>.<span class="bibl">17</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθηνιαρχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην [[ευθηνιαρχία]] («εὐθηνιαρχικὸς [[στέφανος]]»). | |mltxt=[[εὐθηνιαρχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην [[ευθηνιαρχία]] («εὐθηνιαρχικὸς [[στέφανος]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όνA, στέφανος POxy.1252v.17 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐθηνιαρχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος»).