καινόκουφον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainokoufon
|Transliteration C=kainokoufon
|Beta Code=kaino/koufon
|Beta Code=kaino/koufon
|Definition=τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[new cask]], POxy.1911.181 (vi A.D.).</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[new cask]], POxy.1911.181 (vi A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινόκουφον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> καινούργιο [[βαρέλι]], νέο [[βυτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κοῡφος</i>. Ήδη διακρίνεται η [[μεταβολή]] της σημασίας του β' συνθετικού (από «[[ελαφρύς]]» σε «[[κοίλος]]»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. [[κούφιος]]].
|mltxt=[[καινόκουφον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> καινούργιο [[βαρέλι]], νέο [[βυτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κοῡφος</i>. Ήδη διακρίνεται η [[μεταβολή]] της σημασίας του β' συνθετικού (από «[[ελαφρύς]]» σε «[[κοίλος]]»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. [[κούφιος]]].
}}
}}

Revision as of 10:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόκουφον Medium diacritics: καινόκουφον Low diacritics: καινόκουφον Capitals: ΚΑΙΝΟΚΟΥΦΟΝ
Transliteration A: kainókouphon Transliteration B: kainokouphon Transliteration C: kainokoufon Beta Code: kaino/koufon

English (LSJ)

τό, A new cask, POxy.1911.181 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καινόκουφον, τὸ (Α)
πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῡφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή της σημασίας του β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].